ανακλαστικός, -ή

ανακλαστικός, -ή
αυτός που αναφέρεται στην ανάκλαση: Το φτάρνισμα είναι ανακλαστικό φαινόμενο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανακλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκλαση, ο αντανακλαστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακλώ ή ανάκλασις( η). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reflective] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”